- χαβῶνες
- χαβῶνες· στέατα ὀπτώμενα ἀπό ἀλεύρου, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαβώνες — Α (κατά τον Ησύχ.) «στέατα ὀπτώμενα ἀπὸ ἀλεύρου»· [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χαυών] … Dictionary of Greek
χαυών — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Εβραίους) είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. kawwān «πίτες, πλακούντες που προσφέρονταν για θυσία». Ο τ. απαντά και με τις μορφές χαυνῶνες, χαβῶνες, χαμῶνας, οι οποίες αποτελούν διαφορετικές μεταγραφές τού εβρ. τ., αν… … Dictionary of Greek